- ψακάδισσα
- ἡ, Αφοράδα με διάστικτο τρίχωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάς, -άδος + κατάλ. -ισσα (πρβλ. ποιμέν-ισσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek